- πουλβίνον
- τὸ, καὶ πουλβῑνος, ὁ, Α1. προσκέφαλο, μαξιλάρι2. στρώμα κρεβατιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pulvinus «προσκέφαλο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πουλβινάριον — τὸ, Α υποκορ. τού πουλβῑνον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουλβῖνον + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. βιβλι άριον)] … Dictionary of Greek